Παθοψυχολογικές καταστάσεις και καρκινογένεση
Ο καρκίνος του μαστού παραμένει μακράν ο πιο συνηθισμένος καρκίνος, που επηρεάζει τις γυναίκες παγκοσμίως, με εκτιμώμενο ποσοστό εμφάνισης 25% ανάμεσα σε όλους τους καρκίνους των γυναικών. Αυτή η ανησυχητική εικόνα μετριάζεται κάπως από τα αυξανόμενα ποσοστά επιβίωσης των ασθενών με καρκίνο του μαστού, τα οποία αποδίδονται κυρίως στη βελτίωση της διάγνωσης και της θεραπείας. Ωστόσο, η διάγνωση και η θεραπεία του καρκίνου του μαστού εξακολουθούν να συνοδεύονται από ένα αρνητικό κοινωνικό στίγμα.
Η κατάθλιψη είναι κάτι περισσότερο από μια άσχημη διάθεση – είναι μια σοβαρή κατάσταση, που επηρεάζει τη σωματική και ψυχική υγεία. Μπορεί να επηρεάσει τις σκέψεις, τη συμπεριφορά, τα συναισθήματα και την ευεξία ενός ατόμου. Τα ενθαρρυντικά νέα είναι ότι υπάρχουν αποτελεσματικές θεραπείες, καλά εκπαιδευμένοι επαγγελματίες υγείας και υπηρεσίες, στη διάθεση των ασθενών με κατάθλιψη. Η κατάθλιψη είναι συχνή σε ασθενείς με καρκίνο, που συχνά παραμένει αδιάγνωστη και οι ασθενείς δεν λαμβάνουν θεραπεία. Η διάγνωση και θεραπεία της κατάθλιψης στον καρκίνο μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα ζωής των ασθενών, την προσήλωσή τους στη θεραπευτική αγωγή και την ίδια την εμπειρία της ασθένειας, που μπορεί τελικά να επηρεάσουν τα ποσοστά επιβίωσης. Αρκετές ερευνητικές μελέτες έχουν ασχοληθεί με θέματα σχετικά με την εμφάνιση κατάθλιψης στον καρκίνο του μαστού: η κατάθλιψη μπορεί να είναι μια επιπλοκή του καρκίνου, άμεση συνέπεια της σωματικής ταλαιπωρίας ή συνυπάρχουσα κατάσταση μεταξύ δύο διαταραχών, που συνήθως αναφέρονται στον γενικό πληθυσμό. Η χημειοθεραπεία, συμπεριλαμβανομένης της μακροχρόνιας προφύλαξης με ταμοξιφαίνη, μπορεί να σχετίζεται με υψηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης καταθλιπτικών συμπτωμάτων και γνωστικών δυσλειτουργιών. Επιπλέον, η καταθλιπτική συμπτωματολογία μπορεί να επηρεάσει τη συμμόρφωση των ασθενών με τη θεραπεία του καρκίνου.
Η σημασία της διάγνωσης και θεραπείας της κατάθλιψης σε ασθενείς με καρκίνο του μαστού είναι ευρέως αναγνωρισμένη. Ωστόσο, παρ’ ότι έχουν συγκεντρωθεί πολλές νέες γνώσεις τα τελευταία χρόνια, παραμένουν αναπάντητα αρκετά ερωτήματα σχετικά με τις στρατηγικές θεραπείας, που πρέπει να ακολουθούνται.